Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πρόπυστος — having learnt before masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόπυστος — ον, Α [προπυνθάνομαι] αυτός που πληροφορήθηκε κάτι προηγουμένως … Dictionary of Greek